- ακομπανιάριστος
- -η, -ο [ακομπανιάρω](για τραγούδια ή μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει μουσική συνοδεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακομπανιάρω — συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω». ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα] … Dictionary of Greek